-
1 καταγνωσις
- εως ἥ1) невысокое мнение, пренебрежительное отношение2) осуждение, обвинительный приговор(ἐκ τῆς βουλῆς Arst.)
μετὰ ψήφου ἀδίκου καταγνώσεως Thuc. — путем несправедливого осуждения;κ. τοῦ θανάτου Xen. — осуждение на смерть3) порицание, упрек Polyb.
См. также в других словарях:
κατάγνωσις — κατάγνωσις, ἡ (Α) [καταγιγνώσκω] 1. περιφρόνηση, αποδοκιμασία («αἰσθόμενοι δὲ αὐτοὺς οἱ Ἀθηναῑοι διὰ κατάγνωσιν ἀσθενείας σφῶν παρασκευαζομένους», Θουκ.) 2. μομφή, κατηγορία 3. δυσμενής κρίση, καταδίκη («τὴν κατάγνωσιν τοῡ θανάτου», Ξεν.) 4. η… … Dictionary of Greek